Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Fractal το διήγημά μου “Σκιά”. Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού. Διαβάστε το στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Σκιά
Η σκιά μου είναι πολύ επικίνδυνη. Πάει καιρός που την έχω υποπτευθεί. Τελευταία όμως σιγουρεύτηκα πως εξυφαίνει πίσω απ’ την πλάτη μου ένα σωρό πονηριές και πλεκτάνες. Κάθε βράδυ που πάω στο κρεβάτι μου για να κοιμηθώ, έρχεται και ξαπλώνει ήσυχα-ήσυχα δίπλα μου. Παριστάνει πως είναι αθώα. Μα εμένα δεν μπορεί να με ξεγελάσει. Ξέρω πως καραδοκεί και πως σχεδιάζει να μου επιτεθεί όταν με βρει αδύναμο.
Απόψε αποφάσισα να κινηθώ πρώτος για να έχω εγώ το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Λέω από μέσα μου, «τώρα είναι η σωστή στιγμή», και σηκώνομαι βιαστικά απ’ το στρώμα μου. Πάραυτα σηκώνεται και εκείνη. Αν και τόση ώρα παρίστανε την κοιμισμένη, η ταχύτητα που αντέδρασε αποκαλύπτει πως βρισκόταν διαρκώς σε πλήρη ετοιμότητα και επαγρύπνηση. Λαμβάνοντας τις προφυλάξεις μου την ακολουθώ για να μάθω πού πηγαίνει. Λαμβάνοντας τις προφυλάξεις της με ακολουθεί για να μάθει πού πηγαίνω. Διασχίζω όλο το σπίτι περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο. Η σκιά μου αντιγράφει τις κινήσεις μου. Κι εγώ αντιγράφω τις δικές της. Γλιστρά σαν κατάσκοπος από τοίχο σε τοίχο. Όταν μπαίνω στην κουζίνα, τη βρίσκω να στέκεται στον απέναντι τοίχο, σκοτεινή και απειλητική. Την κοιτάζω. Με κοιτάζει. Κοιταζόμαστε. Σηκώνω απότομα το δεξί μου χέρι και τη ραπίζω δυνατά στο αριστερό μάγουλο.
-Να, για να μάθεις! της φωνάζω.
Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο σηκώνει κι εκείνη το αριστερό της χέρι και με χαστουκίζει, το ίδιο δυνατά, στο δεξί μάγουλο.
Αφήνω ένα ουρλιαχτό γεμάτο τρόμο. Την ίδια στιγμή ουρλιάζει δυνατά και η σκιά μου. Ενώ ακούω καθαρά το δικό μου ουρλιαχτό, το δικό της δεν μπορώ να τ’ ακούσω. Όχι, δεν κουφάθηκα, αφού ακούω ευκρινώς τα τριζόνια που παίζουν τις μελωδικές ροκάνες τους έξω απ’ το παράθυρό μου μέσα στη νύχτα. Σκέφτομαι πως μάλλον τα σκιώδη φαντάσματα δε διαθέτουν φωνή και γι’ αυτό ουρλιάζουν άφωνα. Ίσως δε διαθέτουν καν λαρύγγι. Να λοιπόν γιατί δεν μπορώ να τ’ ακούσω. Ούτε σώμα διαθέτουν. Τίποτα δε διαθέτουν. Είναι ανύπαρκτα γι’ αυτό δεν μπορώ και να τα δω. Σκέτες σκιές είναι. Και δεν είναι διόλου φαντάσματα. Έτσι μου λέει η λογική, μα έλα που η καρδιά μου δεν παραδέχεται…
Εγώ, πάντα ασταθής και ονειροπόλος, αποκηρύσσω τη λογική και παρασύρομαι σαν ξερό φθινοπωρινό πλατανόφυλλο απ’ τους ορμητικούς χειμάρρους της καρδιάς. Ο γιατρός που με παρακολουθεί λέει πως πάσχω από sciophobia. Είναι ειδικός στις φοβίες και όλοι οι ασθενείς που τον επισκέπτονται λένε πως κάνει σωστές διαγνώσεις. Υποθέτω πως πράγματι πάσχω από sciophobia, αφού φοβάμαι τις σκιές. Τρέμω όταν τις βλέπω, έστω κι αν είναι βουβές, έστω κι αν είναι άσαρκες, έστω κι αν είναι αδειανά πουκάμισα.
Περισσότερο φοβάμαι τη δική μου σκιά, που είναι πιο ύπουλη απ’ όλες. Γι’ αυτό, αμέσως μετά απ’ την αποψινή τραυματική επαφή μου μαζί της, τρέχω πανικόβλητος στο κρεβάτι μου και χώνομαι κάτω απ’ το πυκνοϋφασμένο και σκουρόχρωμο σεντόνι μου. Εδώ κάτω δε φτάνει κανένα φως, εδώ κυριαρχεί η πηχτή νύχτα, εδώ καταργούνται όλες οι σκιές. Μένω ζαρωμένος και ακίνητος σ’ αυτή τη θέση. Ώρες μετά αποκοιμιέμαι εξαντλημένος.
Η σκιά μου δεν ξαναφάνηκε την υπόλοιπη νύχτα. Ίσως μπερδεύτηκε, έχασε τα ίχνη μου και δε βρίσκει τον δρόμο να έρθει στο κρεβάτι μου. Ίσως βολοδέρνει ακόμα μέσα στην κουζίνα και με ψάχνει κάτω απ’ το τραπέζι, ανάμεσα στις καρέκλες ή πίσω απ’ το ψυγείο. Μα εγώ είμαι προστατευμένος εδώ, χωμένος κάτω απ’ το σεντόνι μου και κοιμάμαι.
Στον ύπνο μου βογκάω γιατί πονώ το δεξί μου χέρι. Μα δεν πονώ καθόλου το αριστερό μου μάγουλο.