We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Singles 2023 - 2024

by Dimitris Mitsotakis

supported by
/
  • Streaming + Download

    Includes unlimited streaming via the free Bandcamp app, plus high-quality download in MP3, FLAC and more.
    Purchasable with gift card

      €8 EUR  or more

     

1.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ Πόσο γαμάτος είσαι, φίλε, κι όλα τα ξέρεις μ' αποδείξεις ξέρεις για μπάλα και για κρίκετ, ξέρεις τα ζάρια να κολλήσεις ξέρεις καβάτζες στο φεγγάρι, κάνεις στον πάγο καταδύσεις ξέρεις τους δρόμους, τα φανάρια, τεκνοποιείς πριν να πηδήξεις. Πόσο γαμάτος είσαι, φίλε, μπορείς το βήχα σου να κρύψεις ξέρεις τι λέει το ρόνγκο ρόνγκο και στον μαέστρο να υποδείξεις μα να θυμάσαι, μην ξεχάσεις, και πριν τον ήλιο να τον σβήσεις ό,τι κι αν κάνεις και να πεις, έχεις κι εσύ... ημερομηνία λήξης. Πόσο γαμάτος είσαι, φίλε, μπορείς τη βίδα σου να στρίψεις μπορείς να μπεις στη μαύρη τρύπα και άμα θες να την ασπρίσεις ξέρεις να δέσεις F16, το γόρδιο δεσμό να λύσεις πώς φτιάχνει τον χαλβά ο Κοσμίδης, χωρίς αβγά να αβγατίσεις. Πόσο γαμάτος είσαι, φίλε, μπορείς να κλείσεις πριν ανοίξεις να επιστρέψεις πριν να φύγεις και να χτυπήσεις πριν να ρίξεις μα να θυμάσαι, μην ξεχάσεις, όταν την κορυφή θ’ αγγίξεις ό,τι κι αν κάνεις και να πεις έχεις κι εσύ... ημερομηνία λήξης.
2.
ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΙΣ ΝΤΟΜΑΤΕΣ (1928 - 2023)        Από κάτω απ’ τις ντομάτες (βρε) από κάτω απ’ τις ντομάτες από κάτω απ’ τις ντομάτες φίλησα δυο μαυρομάτες φίλησα δυο μαυρομάτες. * Βρε, από κάτω, ρε, απ’ τις ντομάτες ξαπλώσανε πάλι καμπόσους εργάτες. Γίνανε θρύψαλα οι αυταπάτες και μονομαχούνε σα δυο υπνοβάτες. Ρε μάγκα, σού έσπασε πάλι η μέση, και πες μου ποιος θα ’ρθει για να σου τη δέσει. Μάγκα, σού έσπασε το ’να το πόδι, γιατί σε φορτώσανε πάλι σα βόδι. Από κάτω από τ’ αμπέλι (βρε) από κάτω από τ’ αμπέλι από κάτω από τ’ αμπέλι φίλησα μια παντρεμένη φίλησα μια παντρεμένη. * Βρε, από κάτω, ρε, από τ’ αμπέλι, μπουκάρει στη γύρα το μαύρο παστέλι. Κι όσοι βουτήξανε μέσα στο μέλι, η γη να καεί κι ο ντουνιάς δεν τους μέλλει. Βρε, από κάτω, ρε, απ’ τη μολόχα απλώσαν μαρούλια και στήσανε τσόχα. Βρε, από κάτω, ρε, απ’ τις τσουκνίδες πλακώσαν’ οι μπάτσοι και γίναμε βίδες. Βάρα με με το στιλέτο (βρε) βάρα με με το στιλέτο βάρα με με το στιλέτο κι όσο αίμα βγάλω πιε το κι όσο αίμα βγάλω πιε το. * Έλα και χώσε βαθιά το στιλέτο και πάρε καρφί στην καρδιά πέρασέ το Κι ό,τι σε πάει στα παλιά γάμησέ το καβάλα το αύριο νέτο και σκέτο Για πες μου, ρε σπλάχνο μου, τι να σε κάνω, που όλο σε βρίσκω και όλο σε χάνω. Μα, να, σου το λέω, στα πόδια σου απάνω πως δεν μετανιώνω γυμνός να πεθάνω. Το μαντίλι σου διπλώνει (βρε) το μαντίλι σου διπλώνει το μαντίλι σου διπλώνει και θαρρώ πως με μαλώνει και θαρρώ πως με μαλώνει. * Δεν έχω μαντήλι λευκό να σου δώσω το έβαψα μ’ αίμα για να σ’ ανταμώσω Και τώρα έχει γίνει πανί και κατάρτι και πλέει για σένα Σελήνη κι Αστάρτη Και σήκωσε μπόι να γίνει φρεγάτα και πλέει για σένα μικρή μαυρομάτα Και σήκωσε μπόι και έγινε αστέρι μα άλλος κανείς από μας δεν το ξέρει. *Αδέσποτα δίστιχα
3.
ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ Εδώ βαρούν και όποιον πάρει σ' ένα τρυγόνι δύο σμπάροι στου Διογένη το πιθάρι στου Βελουχιώτη το κουφάρι Δε σβήνει το αίμα με σφουγγάρι Καισαριανή, Δαφνί, Χαϊδάρι ποιος θα πληρώσει το βαρκάρη του κάτω κόσμου τον λυράρη; Εδώ που φάγαν το Σωκράτη και του Νικηταρά το μάτι τον Μουστακλή κάναν σακάτη του Μπελογιάννη σκάν’ γεμάτη κι οι ποιητές στον Άη Στράτη βαστούν το δίκιο τους στην πλάτη κι ο Παναγούλης στο Μπογιάτι απ’ τις πληγές βγάζει τ’ αλάτι. Θα φαγωθούμε με- ταξύ μας, -το 'χουμε- θα φαγωθούμε μεταξύ μας Το ’χουμε χρόνια στο -και πού να ορκιστώ;- το ’χουμε χρόνια στο πετσί μας. Μωρό μου, εσένα μη σε μέλει βάλ' την κουτάλα μες στο μέλι ρίξ’ άλλο ένα τσιφτετέλι με τον Χριστό του Τζεφιρέλι Πώς γίνηκ’ η καρδιά κουρέλι σφαχτάρι πάνω στο τσιγκέλι δεν είν’ αφέντες, είν’ αγέλη τη λάμα κρύβουν στο καρβέλι. Θα φαγωθούμε με- ταξύ μας, -το 'χουμε- θα φαγωθούμε μεταξύ μας Το ’χουμε χρόνια στο -και πού να ορκιστώ;- το ’χουμε χρόνια στο πετσί μας. Τώρα που γίνανε χαρμάνι παπάδες, μπάτσοι και ρουφιάνοι μην κλαις καημένε Μακρυγιάννη πάρ' του παππού το γιαταγάνι. Τώρα που πιάσαμε ταβάνι αυτή η γη θα μας ξεκάνει τώρα που βράζει το καζάνι πουλάνε σάβανα Αρμάνι. Θα φαγωθούμε με- ταξύ μας, -το 'χουμε- θα φαγωθούμε μεταξύ μας Τώρα που γίνανε χαρμάνι παπάδες, μπάτσοι και ρουφιάνοι μην κλαις καημένε Μακρυγιάννη πάρ' του παππού το γιαταγάνι.
4.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ (Στίχοι-μουσική: Δημήτρης Μητσοτάκης) Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά, μα και στην παραπάνω ακόμα λένε οι παλιοί για το θεριό τον Μάνο. Γεννήθηκε στον Πειραιά, σ’ ένα μικρό δυάρι τα πόδια του ήτανε στη γη κι ο νους του στο φεγγάρι. Πατέρα δεν εγνώρισε -ποιος να τον είχε σπείρει;- κι αν ρώταγε τη μάνα του άναβε θυμιατήρι. Από μικρός δεν γούσταρε τα γράμματα διόλου μα είχε τέτοια δύναμη που ’μοιαζε του Διαβόλου. Για δαίμονα τον έκανες μα ο Μάνος είχε μπέσα δεν σήκωνε το άδικο, δεν άντεχε την πρέσα. Φωτιά είχε στο βλέμμα του και στην καρδιά φουρνέλο και γνώρισε τον έρωτα σ’ ένα παλιό μπουρδέλο. Της Λίλας απ’ τα Τίρανα που ήταν τυραννισμένη κι από του κάθε αρσενικού την κάψα ποτισμένη. Στα δεκαπέντε έπιασε δουλειά παλιορημάδα στο συνεργείο του Λωλού, πιο κάτω απ’ την Πηγάδα. Ξεκίναγε απ’ το χάραμα, ώσπου να βγουν τ’ αστέρια. Μια μέρα με τ’ αφεντικό πιαστήκανε στα χέρια. Γιατί τον είπε μπάσταρδο ο μάστορας τον Μάνο τον πήρανε αναίσθητο, σ’ ένα φορείο απάνω. Τον κάλεσαν στο πεζικό, δυο χρόνια η θητεία και πέντε μήνες φυλακή, δεν σήκωνε αστεία. Καλός πολίτης κι άνεργος, τον τάιζε η μαμά του τσοντάριζε και η Μυρτώ, η αρραβωνιαστικιά του. Κι αφού η δουλειά δεν είν’ ντροπή, τον σύστησε μια Τούλα για μπράβο σε σκυλάδικο κι άλλες δουλειές στη ζούλα. Αρχίζει τότε η Μυρτώ να του ζητάει στεφάνι σιγόνταρε κι η μάνα του: «πρέπει παιδί να κάνει». Μια νύχτα, χιόνι έριχνε κι ας ήταν μέσα Μάρτη για νταραβέρι μίλησαν τρεις τύποι απ’ τη Σπάρτη. Τον στρίμωξαν τ’ αφεντικά δεν του ζητάνε χάρη «αυτό κι αυτό», του είπανε, θα δώσει και θα πάρει. Κι όπως η μέρα η καλή από νωρίς ροδίζει έτσι κι η νύχτα η κακιά από μακριά μυρίζει. Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά, μα και στην παραπάνω ακόμα λένε οι παλιοί για το θεριό τον Μάνο. Με μια βαλίτσα «καφετιά» κι ένα βαρύ πιστόλι αποστολή τον έστειλαν με κάποιον Αποστόλη. Στη μοίρα αυτός δεν πίστευε, ούτε κι εγώ που γράφω, μα αν δεν ήταν τυχερός θα έμπαινε στον τάφο. Αλισβερίσι πι και φι, του είπανε, θα κάνει μα του την κάναν καρφωτή δυο λέρες, δυο ρουφιάνοι. Τους κύκλωσαν από παντού, τραβάει αυτός πιστόλι την έφαγε στο γόνατο μα η σφαίρα του σκοτώνει. Στους μπάτσους δεν εμίλησε, αλλά του Αποστόλη το στόμα όλα τα ξέρασε κι αυτό το ξέραν όλοι. Τ’ αφεντικά τον φώναζαν ο Τόλης ο Χοντρός τον Μάνο τον χαντάκωσε και έγινε λαγός. Σαράντα μέρες πέρασαν. «Σαν ο καιρός γλυκάνει, σιγά – σιγά το γόνατο», είπε ο γιατρός, «θα γιάνει». Έξω ο Χοντρός μ’ αναστολή, τ’ αφεντικά στην Αφρική είκοσι χρόνια κλείσανε τον Μάνο στη στενή. (...) Η μάνα του μαράζωσε μέσα σε έξι μήνες. Ρεντίκολο και η Μυρτώ κι αρχίσανε οι φήμες. Πήγε κι αυτή παντρεύτηκε με κάποιον στη Ροδόπη του γράφει: «δεν γεννήθηκε καινούργια Πηνελόπη». Σαν βγήκε έβρεχε πολύ κι αυτός συννεφιασμένος είκοσι χρόνια έβγαλε στα σίδερα κλεισμένος. Σαρανταπέντε πια χρονών κι ο νους στο νταραβέρι «στην κάσα μέσα όταν τους δω, θα κλείσει το τεφτέρι». Γραμμή στα στέκια τα παλιά να ψάξει, να ρωτήσει, περνάει κι απ’ το σκυλάδικο μα το ’χανε γκρεμίσει. Τ’ αφεντικά δεν γύρισαν ποτέ τους στην Αθήνα τα ίχνη τους τα έψαχνε, σαν σκύλος, ένα μήνα. Μπαρκάρισε σε φορτηγό, είπε λεφτά να κάνει και μάγειρα τον ρίξανε, σ’ ένα βαθύ καζάνι. Με μια Ινδή τραβιότανε και κάποια απ’ τη Βεγγάζη μα η Μυρτώ του άφησε βαθύ, πικρό μαράζι. Απάνω εκεί στο μπράτσο του, μια νύχτα σ’ ένα πόρτο, το όνομά της χάραξε, λιωμένος από χόρτο. Και σαν τη μέρα που ’ρχεται κι έχει κλειστό το χέρι έτσι κι η νύχτα η πονηρή βαστάει κρυφό χαμπέρι. Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά, μα και στην παραπάνω ακόμα λένε οι παλιοί για το θεριό τον Μάνο. Χρόνο δεν έκλεισε μακριά, εκεί, στα ξένα μέρη κοντά στου φάρου τα στενά του στήσανε καρτέρι. Είπανε πως τον έκοψαν, κι ανθρώπου να μη λάχει, κι απ’ την καρδιά ως τ’ άντερα τ’ ανοίξαν το στομάχι. Δυο Μαροκάνοι δόκιμοι που τάισαν τη μπάνκα τον Μάνο βρήκαν άψυχο, εκεί στην Καζαμπλάνκα. Κανένας μας δεν έμαθε ποιος πήρε τη ζωή του. Ποια φράση να ξεστόμισε σαν έβγαινε η ψυχή του; Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά μα και στην παραπάνω ακόμα λεν’ τ’ αφεντικά πως ξέκαναν τον Μάνο. Καρφί στεγνά τον έδωσε πως βγήκε από τη χάψη και μπάρκαρε και γύρευε χαντάκι να τους θάψει. Μα αφού κανείς δεν ήτανε μπροστά για να το ξέρει δεν ξέρω από ποιου φονιά λαβώθηκε το χέρι. Εκεί που τονε θάψανε σηκώθηκε λουλούδι κι έγινε χώμα το κορμί και η ψυχή τραγούδι…
5.
ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΠΟΥΛΙΑ (Στίχοι-μουσική: Δημήτρης Μητσοτάκης) Μια βάρκα ήρθε από μακριά φέρνει παράξενα πουλιά παράξενα, να δεις, πουλιά που βγήκαν στο λιμάνι. Έχουν περίεργη λαλιά ζητούν νερό, ζητούν φωλιά δυο λόγια μέσα απ’ την καρδιά ο νους τους να γλυκάνει. Μια βάρκα ήρθε από μακριά κι έχει τρομάξει η γειτονιά έχει τρομάξει η γειτονιά και κλαίνε οι μανάδες. Βροντούν αμπάρες και κλειδιά κρατούν μαχαίρια τα παιδιά κρατούν μαχαίρια τα παιδιά κι αρχίζουν οι καβγάδες Μη ζητάς απάντηση, μικρό χελιδόνι ξέρεις όποιος κάηκε, φωτιά δεν ζυγώνει κι όποτε το τζάμι σου κρυφά θα θολώνει άκου το τραγούδι που στη γη σου ριζώνει. Μη ρωτάς τι έφταιξες, κανένας δεν ξέρει σβήστηκε το χνάρι σου από κείνα τα μέρη όσα πήρε ο άνεμος ξανά δεν θα φέρει σήκω και περπάτησε και δώσ’ μου το χέρι. Μια βάρκα ήρθε από μακριά τσούρμο παράξενα πουλιά σπασμένα έχουνε φτερά και προσκυνούν το χώμα. Κι όλο κοιτούν τον ουρανό σαν να ’ναι κάτι μακρινό το σπίτι τους το αλλοτινό που νοσταλγούν ακόμα. Μια βάρκα ήρθε από μακριά στην αγορά θα πουν πολλά τι θέλουν τούτα τα πουλιά και πώς θα δουν χαΐρια. Είναι το τζάκι μας σβηστό και το φαΐ μας λιγοστό και το φαΐ μας λιγοστό. Κλειστά τα παραθύρια. Μη ζητάς απάντηση, μικρό χελιδόνι ξέρεις όποιος κάηκε, φωτιά δεν ζυγώνει κι όποτε το τζάμι σου κρυφά θα θολώνει άκου το τραγούδι που στη γη σου ριζώνει. Μη ρωτάς τι έφταιξες, κανένας δεν ξέρει σβήστηκε το χνάρι σου από κείνα τα μέρη όσα πήρε ο άνεμος ξανά δεν θα φέρει σήκω και περπάτησε και δώσ’ μου το χέρι.
6.
ΕΜΜΟΝΗ (Στίχοι-μουσική: Δημήτρης Μητσοτάκης) Τ' αυτιά μου κλείνω κι όμως ακούω κάθε σου λέξη και κάθε ανάσα κι ύστερα δίνω στον Διάολο πάσα σαν το σκυλάκι υπακούω. Τ' αυτιά βουλώνω σαν Οδυσσέας μα η φωνή σου ξανά τρυπώνει και μες στο νου μου αχό σηκώνει χτύπος γερός παλιάς ρομφαίας. Τ' αυτιά τρυπάω με μια βελόνα που 'ναι φτιαγμένη από ατσάλι κι όμως -για κοίτα!- σ' ακούω πάλι σαν του μαρτύριου σταγόνα.
7.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ (Στίχοι μουσική: Δημήτρης Μητσοτάκης) Ήμασταν ε -μιλώ σας ντρέτα- ήμασταν εκατό παιδιά μαύρο καράβι έφτασε και τους μισούς επήρε. Κι έτσι πενή -μιλώ σας ντρέτα- κι έτσι πενήντα μείναμε μα η Κλωθώ, στη ρόκα της, μας πήρε κι άλλους δέκα. Σάραντα κα -μιλώ σας ντρέτα- σαράντα κάστρα φτιάξαμε μα πάνω στα χτισίματα χαθήκαν άλλοι δέκα. Κι έτσι τρια -μιλώ σας ντρέτα- κι έτσι τριάντα μείναμε δέκα γυναίκες ήρθανε και πήραν κι άλλους δέκα. Κι έτσι γενή -μιλώ σας ντρέτα- κι έτσι γενήκαμ’ είκοσι πέφτει μολύβι και φωτιά και φύγαν κι άλλοι δέκα. Σιμώνει ο χρο -μιλώ σας ντρέτα- σιμώνει ο χρόνος ο σκληρός βάζει το χέρι στο λαιμό και τους εννιά τους παίρνει. Κι όλα τα κα -μιλώ σας ντρέτα- κι όλα τα κάστρα πέσανε όλα τα κάστρα πέσανε μα το δικό μου στέκει. Τι να το κα -μιλώ σας ντρέτα- τι να το κάνω, πέστε μου μέσα σε κάστρο ποιος μπορεί μοναχός του να μένει;
8.
ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ (Στίχοι-μουσική: Δημήτρης Μητσοτάκης) Κάποτε ήταν εύκολη και απλή η Γεωγραφία η πρώτη πόλη κι ο νομός είχανε συνωνυμία Χίος στης Χίου τα νησιά, Κοζάνη στην Κοζάνη για να τα μάθει ο μαθητής δεν χάλαγε μελάνι. Σάμο στης Σάμου είχαμε, Καβάλα στην Καβάλα Θεσσαλονίκη ολόιδια, δεν κουραζόσουν στάλα. Φλώρινα, Λάρισα, Κιλκίς, Σέρρες, Καστοριά και Δράμα, Πρέβεζα, Άρτα, Γιάννενα και τα Τρίκαλα αντάμα Ξάνθη, Καρδίτσα, Γρεβενά, και Κόρινθος τα ίδια Λευκάδα, Τζάντε, Κέρκυρα δεν κάνανε παιχνίδια εκτός απ' την Κεφαλονιά, μα αυτό το ξέραν όλοι, δεν είχε την Κεφαλονιά αλλά το Αργοστόλι. Όμως μια μέρα είπανε ότι η Γεωγραφία δεν θα 'ναι πρώτο μάθημα, όπως η γραπτή Ιστορία, η Γλώσσα και η Άλγεβρα. Δεν θα 'ναι όλα ίσια. Κι η Γεωγραφία θύμωσε κι άρχισε τα βαφτίσια. -Τέτοιοι, λοιπόν, μου είσαστε; Απ' τους πρώτους περισσεύω; Δεν σας αρέσω εύκολη; Ε, κι εγώ τα δυσκολεύω: Λαμία στη Φθιώτιδα, Πάτρα στην Αχαΐα, στην Αργολίδα Ναύπλιο και Πύργο στην Ηλεία, στην Αρκαδία Τρίπολη, στη Λακωνία Σπάρτη είκοσι έξι ονόματα θ' αλλάξω μες στο χάρτη. Πάνω στην Πέλλα Έδεσσα, κι Άμφισσα μες στη Φωκίδα στον Έβρο Αλεξανδρούπολη και στην Εύβοια Χαλκίδα. Χαλκιδική Πολύγυρος, Βόλος στη Μαγνησία, στη Βοιωτία Λιβαδειά, Βέροια σ' Ημαθία. Πρώτη στης Λέσβου το νομό θα ’χουμε τη Μυτιλήνη κι η Πιερία, η όμορφη, θα 'χει τώρα Κατερίνη. Η Καλαμάτα πρώτη, ευθύς, μέσα στη Μεσσηνία το Μεσολόγγι το ιερό σ' Αιτωλοακαρνανία. Την Κρήτη τη φοβήθηκε και τ' αφήνει όλα ίδια Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Χανιά, δεν τους έκανε παιχνίδια. Τον λόγο της δεν κράτησε μονάχα στο Λασίθι, και βάζει Άγιο Νικόλαο, ώσπου να πεις ρεβίθι. Της Θεσπρωτίας λύπηση δεν της έδειξε σταλίτσα της δίνει για πρωτεύουσα να 'χει την Ηγουμενίτσα. Κυκλάδες η Ερμούπολη, Κομοτηνή η Ροδόπη, κάτω στα Δωδεκάνησα τη Ρόδο βάζει πρώτη. Μ' απ' όλα το χειρότερο; -τα παιδιά για να ζαλίσει- στων Ευρυτάνων τα βουνά βάζει ένα... Καρπενήσι. Για να τα μάθω όλα αυτά μου πήρε ένα μήνα Α! και τέλος, -μην ξεχάσετε!- στην Αττική... Αθήνα.
9.
Δημήτρης Μητσοτάκης - "Ονειρεύεται" (Αφήγηση με μουσική υπόκρουση) -Τι κάνει; -Ονειρεύεται. -Ακόμα; -Ναι, γυρίζουν τα μάτια του, κάτω από τα κλειστά του βλέφαρα. Σίγουρα ονειρεύεται ακόμα. -Απόλυσέ τον. -Μάλιστα, κύριε. -Τώρα τι κάνει; -Ονειρεύεται πάλι. -Σίγουρα; -Μάλιστα, κύριε. -Πάρ' του το σπίτι. -Μάλιστα. -Τώρα τι κάνει; -Ονειρεύεται ακόμα, κύριε. -Μα πώς είναι δυνατόν; -Δεν ξέρω, κύριε. -Άσ' τον νηστικό. -Μάλιστα, κύριε. -Τι κάνει; -Πάλι ονειρεύεται, κύριε... -Βγάλ' του τα μάτια! -Του τα 'βγαλα, κύριε. Ακόμα ονειρεύεται. -Μπες μέσα στ' όνειρό του. -Μάλιστα, κύριε. -Τι βλέπει; -Θάλασσες, ποτάμια, βουνά... Ταξιδεύει... -Πούλα τα. -Τα πούλησα κύριε. -Τώρα; -Ονειρεύεται. Αγκαλιές, φιλιά, φίλους, αγαπημένους. -Απομόνωσέ τον. -Μάλιστα. -Τι κάνει; -Τραγουδάει κύριε, τραγουδάει. -Κόψ' του τη γλώσσα. -Χτυπάει στα χέρια ένα ρυθμό κι ονειρεύεται πάλι. -Κόψ' του τα χέρια. -Χορεύει, κύριε. Χορεύει και ονειρεύεται ακόμα. -Κόψ' του τα πόδια. -Το αίμα του έγινε ποτάμι, κύριε. Κυλάει με ορμή. Και μέσα βούτηξαν γυμνοί κι άλλοι με βάρκες, κρατώντας τύμπανα, νταούλια και γκρανκάσες, και τούμπες και τρομπόνια και κορνέτες. Φωνές κι αλαλαγμοί. Τραγουδούν. Έρχονται κατά 'δω. -Τι θέλουν; -Εσάς, κύριε. Εσάς γυρεύουν. -Σώσε με. Σώσε με, πιστέ μου λακέ. -Δεν μπορώ, κύριε, ακούω το τραγούδι τους... (Από το βιβλίο "Ο καιρός άλλαζε'', Δημήτρης Μητσοτάκης, ΚΕΔΡΟΣ 2022)

credits

released September 2, 2023

license

all rights reserved

tags

about

Dimitris Mitsotakis Athens, Greece

Latest works of Dimitris Mitsotakis
*Singles 2021
*Singles 2017-2020
*Katrakyles 2015

contact / help

Contact Dimitris Mitsotakis

Streaming and
Download help

Report this album or account

If you like Dimitris Mitsotakis, you may also like: